Το δανέζικο ποδόσφαιρο είχε ανέκαθεν πλούσια ποδοσφαιρική ιστορία και παραγωγή πολύ καλών ποδοσφαιριστών. Τα παραδείγματα πολλά, ωστόσο περιπτώσεις όπως οι αδερφοί Laudrup, ο Preben Elkjær Larsen και ο John Dahl Tomasson, θεωρούνται όλοι ευρέως ως μερικοί από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που η Δανία μπόρεσε να παράγει και κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ο Christian Eriksen είναι επίσης ένα όνομα που πολλοί σύγχρονοι οπαδοί συνδέουν με το σύγχρονο δανέζικο ποδόσφαιρο, και εντάσσεται στη λίστα μεταξύ των σπουδαίων της χώρας του. Τον τελευταίο χρόνο όμως, ένα όνομα είναι αυτό που κυριαρχεί και αφορά τον 20χρονο επιθετικό Rasmus Højlund.
Όμως, ο αγωγός ταλέντων έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια, με την πρόσφατη επιτυχία της εθνικής ομάδας να βασίζεται στο υπάρχον ταλέντο καθώς και στην ποδοσφαιρική κορύφωση ορισμένων από τα βασικά της μέρη. Παίκτες όπως Kasper Schmeichel, Simon Kjær και ο Eriksen βρέθηκαν στην πιο ώριμη φάση της ποδοσφαιρικής τους καριέρας, καθοδηγώντας συνολικά την ομάδα της Δανίας στις επιτυχίες. Παράλληλα, πολλά από τα νέα στελέχη που απαρτίζουν, όπως ο Αndreas Christensen, Joachim Andersen, Joakim Mæhle και Alexander Bah, είναι αμυντικογενείς παίκτες, δείχνοντας έτσι μια κατεύθυνση στην εθνική ομάδα και παράλληλα μια αδυναμία στην ανάπτυξη του επιθετικού κομματιού.
Για αυτό λοιπόν και οι Δανοί θα ενθουσιάστηκαν όταν είδαν πως η αυστριακή Sturm Graz απέκτησε τον 19χρονο Rasmus Højlund από την Κοπεγχάγη έναντι της ελάχιστης αμοιβής των 1,8 εκατομμυρίων ευρώ. Η άνοδος του Højlund από την ομάδα της γενέτειράς του, την Κοπεγχάγη, όπου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πρόοδό τους στα προκριματικά του Europa Conference League, ήταν ταχεία. Άλλωστε, το πρόβλημα ήταν τόσο έντονο επιθετικά στην εθνική ομάδα, που οδήγησε στο ντεμπούτο του μόλις λίγους μήνες αργότερα.
Με την έλλειψη σέντερ φορ με υψηλές δυνατότητες και σε λογικό οικονομικό επίπεδο, ο Rasmus Højlund ήταν μια ελκυστική επιλογή και οι εμφανίσεις του στην κεντρική Ευρώπη τράβηξαν γρήγορα την προσοχή από διάφορους συλλόγους. Η αποτελεσματικότητά του στην αρχή της καριέρας του ήταν αξιοθαύμαστη – 12 γκολ σε 21 εμφανίσεις – αλλά το παιχνίδι του ακόμη δεν είχε διαμορφωθεί και φαινόταν ευπροσάρμοστο σε άλλα πρωταθλήματα.
Και οι σειρήνες φυσικά δεν άργησαν να έρθουν. Αυτή τη φορά από την Ιταλία, που τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε πεδίο δράσης νεαρών επιθετικών με αστείρευτο ταλέντο, όπως ο Vlahovic και ο Victor Osimhen. Ωστόσο, η απόφαση που έπρεπε να λάβει ο Højlund δεν ήταν οικονομική, αλλά η καλύτερη για την εξέλιξη του ταλέντου του σε ένα υγιές περιβάλλον. Και όταν μιλάμε για κάτι τέτοιο, τί καλύτερο από την Αταλάντα και τον Gian Piero Gasperini . Σίγουρα η ομάδα δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση όπως πριν από 3-4 χρόνια. Ωστόσο, ο Gasperini που ανέλαβε το μεταβατικό στάδιο, έχοντας πια το βάρος του ονόματος που τον συνοδεύει, είδε τον Højlund ως το προφίλ που χρειαζόταν η ομάδα του για να ηγηθεί της ανοικοδόμησής της.
Η θητεία του Højlund στην Αυστρία ήταν μόλις 6 μήνες. Τόσο ήταν αρκετό για να δείξει το υπερπολύτιμο ταλέντο του. Πολλοί στη Δανία εξεπλάγησαν με το πόσο γρήγορα πέρασε από την Sturm Graz, αλλά, μεταξύ μας, δεν ήταν έκπληξη, αφού φαινόταν από την αρχή πως θα έπρεπε να παίζει σε ένα από τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη, με τους κορυφαίους.
Διαβάστε επίσης: Fran Navarro, η φετινή αποκάλυψη της Gil Vicente
Η αρχή της ζωής του στο Μπέργκαμο ήταν παρόμοια με κάθε νεαρού ποδοσφαιριστή που προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και συγχρόνως να εξελιχθεί. Το ταλέντο εμφανιζόταν αλλά σε εκρήξεις. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν ένας παίκτης που από αγόρι έγινε άντρας, ένας άνθρωπος που δεν απολάμβανε απλώς το ποδόσφαιρο αλλά τη ζωή του. Έχοντας χάσει μια θέση στην ομάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022 από πιο έμπειρους επιθετικούς όπως οι Andreas Cornelius, Martin Braithwaite και Yussuf Poulsen, ο Højlund ήταν πρόθυμος να διασφαλίσει ότι ο προπονητής της Δανίας Kasper Hjulmand δεν θα αγνοούσε ξανά το ταλέντο του.
Το ότι δεν συμπεριλήφθηκε στο Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορεί να ήταν έκπληξη λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση που έχουν τα ταλέντα του στην ποδοσφαιρική χώρα, αλλά χρειαζόταν. Μερικές φορές οι κινήσεις στην καριέρα ενός παίκτη μπορεί να έρθουν πολύ νωρίς και να προκαλέσουν τριγμούς αντί για έκρηξη. Ο Højlund ένιωθε ότι ήταν έτοιμος ποδοσφαιρικά, ωστόσο ίσως και σε ψυχολογικό επίπεδο να μην ήταν. Το παρατεταμένο αυτό διάλειμμα στη μέση της σεζόν του έδωσε προφανώς χρόνο να δουλέψει στο παιχνίδι του και να προσαρμοστεί στον ρόλο εντός της ομάδας της Αταλάντα.
Η φυσική εμφάνιση και οι επιθετικές ικανότητες του Rasmus Højlund μοιάζουν με τον Dušan Vlahović στην εποχή του Fiorentina. Ενώ ο 20χρονος φόργουορντ δεν έχει το ρεκόρ σκοραρίσματος του Vlahovic στη Φιορεντίνα, εξακολουθεί ωστόσο να είναι δύο χρόνια νεότερος από τον Σέρβο κατά τη διάρκεια της περιόδου της ακμής του στη Φλωρεντία. Υπό τον Gasperini, ο Højlund χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως δεύτερος επιθετικός μαζί με έναν πιο άμεσο επιθετικό, με μια εναλλαγή των Duván Zapata, Luis Muriel και Ademola Lookman που λειτουργούν μαζί του σε μια συνεργασία δύο ατόμων στο 3-5-2.
Το γκολ του δεν ήταν το κύριο σημείο εξέλιξης κατά τη διάρκεια του σύντομου χρόνου του στο Μπέργκαμο μέχρι στιγμής, παίζοντας συχνά έναν πιο υποστηρικτικό ρόλο για τα προαναφερθέντα ονόματα. Είναι ένας ευέλικτος επιθετικός που μπορεί να παίξει στον κενό χώρο, να πέσει στο κέντρο για να πετύχει συνδυασμούς και να ανοίξει το παιχνίδι, να τρέξει με εξαιρετική ταχύτητα, να οδηγήσει στο γκολ, να βρει τις κατάλληλες θέσεις για σκοράρισμα είτε μέσα στο κουτί είτε εκτός.
Με μια πρώτη ματιά, κάποιος μπορεί να πει ότι κερδίζει μια τέτοια σύγκριση με τον Dušan Vlahović και τον Erling Haaland. Ο Ράσμους είναι 1.88 και έχει μεγάλη σωματική διάπλαση που του επιτρέπει να κρατά ψηλά το παιχνίδι και να το προωθεί στους συμπαίκτες του. Η ικανότητά του να μεταφέρει γρήγορα την μπάλα βοηθά επίσης στη δημιουργία ευκαιριών, ιδιαίτερα στην αντεπίθεση, ένα χαρακτηριστικό που απαιτείται από τους νεαρούς επιθετικούς στο σύγχρονο παιχνίδι. Όπως αναφέρθηκε, τα φυσικά του χαρακτηριστικά που θυμίζουν Haaland, τον βάζουν στην εξίσωση να κερδίσει μονομαχίες βασιζόμενες στη δύναμη. Όμως δεν είναι μόνο τα σωματικά χαρακτηριστικά που κλέβουν τις εντυπώσεις. Η αντίληψη του παιχνιδιού παραπέμπει σε έμπειρο και ώριμο παίκτη, ενώ η τεχνική του κατάρτιση σε Βραζιλιάνο ή Αργεντίνο.
Στα 20 του χρόνια, ο Rasmus Højlund έχει ήδη τα χαρακτηριστικά ενός κορυφαίου σέντερ φορ, όπως φαίνεται από την κατανόησή του στο τελευταίο τρίτο και την ισορροπία και την τεχνική του ικανότητα με την μπάλα. Αν και είναι δεδομένο πως τα χαρακτηριστικά του παραπέμπουν σε επιθετικό που θα γίνει παγκόσμιας κλάσης, μια κίνηση φέτος το καλοκαίρι σε νέα ομάδα, ίσως δημιουργούσε και ανισορροπία στην εξέλιξή του.
Ο Gian Piero Gasperini είναι ιδιοφυΐα στο να αποσπά όλη ποιότητα και ενέργεια από έναν παίκτη και αν αναπτύξει τον Højlund να λειτουργεί με τρόπους που συνδέονται συχνότερα με τις ριζοσπαστικές επιθετικές ιδέες του, θα τον βοηθήσει να τελειοποιήσει τα τελευταία μη δουλεμένα σημεία του παιχνιδιού του. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ο Højlund έχει τα χαρακτηριστικά του επιθετικού που θα διαπρέψει στο Ευρωπαϊκό στερέωμα τα επόμενα χρόνια και σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον με τις επιδόσεις του.